- κολλοειδοπηξία
- ηβιολ. στερέωση τών κολλοειδών χρωστικών από τα ιστιοκύτταρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colloϊdopexie < colloϊdo- (< colloide «κολλοειδής») + -pexie (< νεολατ. -pexia < -πηξία < πήξις < πήγνυμι)].
Dictionary of Greek. 2013.